- τετρακαιδεκάπεδος
- τετρᾰκαιδεκά-πεδος, ον,A fourteen feet long,
ξύλα IG42(1).109
ii 139 (Epid., iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξύλα IG42(1).109
ii 139 (Epid., iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετρακαιδεκάπεδος — ον, Α αυτός που έχει μήκος δεκατεσσάρων ποδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + καί + δέκα + πεδος (< πέζα* < * πεδjα, δωρ. τ. τής λ. πούς), πρβλ. ὀκτά πεδος] … Dictionary of Greek